- χαρτιστής
- ο, Ν1. (στην Αγγλία) οπαδός τού χαρτισμού2. (στην Πορτογαλία) οπαδός τής Χάρτας τού Πέτρου Α'3. (στην Γαλλία) μαθητής ή απόφοιτος τής Εθνικής Χαρτογραφικής Σχολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ-ισμός* + κατάλ. -ιστής*].
Dictionary of Greek. 2013.